- μαρμαρογλύπτης
- οο τεχνίτης που κατεργάζεται το μάρμαρο, ο μαρμαράς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαρμαρογλύπτης — ο (Α μαρμαρογλύπτης) μαρμαράς, μαρμαρογλύφος, λιθοξόος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος / μάρμαρον + γλύπτης (< γλύφω), πρβλ. ξυλο γλύπτης] … Dictionary of Greek
λειουργός — λειουργός, ὁ (Α) επιγρ. λιθοξόος, μαρμαρογλύπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + Fοργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ ουργός, σιδηρ ουργός. Η μορφή τού β συνθετικού Fοργός μαρτυρείται σε σύνθ. τής Μυκηναϊκής (πρβλ. tokoso woko: τοξο Fοργός)] … Dictionary of Greek
μάρμαρος — μάρμαρος, ὁ (Α) 1. πέτρα κρυσταλλικής φύσης που αστράφτει στο φως 2. το μάρμαρο 3. έργο, καλλιτέχνημα από μάρμαρο 4. πέτρα τάφου, ταφόπετρα 5. κομμάτια που σπάζουν καθώς κόβεται ή πελεκιέται το μάρμαρο 6. ως επίθ. μάρμαρος, ον αυτός που λάμπει,… … Dictionary of Greek
μαρμαρογλυπτική — η [μαρμαρογλύπτης] η τέχνη τού μαρμαρογλύπτη … Dictionary of Greek
μαρμαρουργός — μαρμαρουργός, o (Μ) μαρμαρογλύπτης, μαρμαράς … Dictionary of Greek